Dictionary of Greek. 2013.
υπερθαυμάζω — και ιων. τ. ὑπερθωμάζω Α 1. εκπλήσσομαι σε μέγιστο βαθμό 2. νιώθω υπέρμετρο θαυμασμό για κάποιον ή για κάτι … Dictionary of Greek